- πιπερώδης
- -ες, Ν1. αυτός που περιέχει πολύ πιπέρι, πολύ κοφτερός2. (γενικά) ο καυστικός ως προς τη γεύση3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πιπερώδηβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 15 περίπου γένη και 3.000 περίπου είδη ποωδών ή θαμνωδών φυτών τα οποία κατανέμονται σε 2 οικογένειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον θ. Γ. Ορφανίδη. Στον ουσιαστικοποιημένο τ. ουδ. πληθ., ως επιστημονικός όρος, ο τ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. piperales].
Dictionary of Greek. 2013.